Γέφυρες 1

Γέφυρες:

«...άλλοτε χτίζαμε γέφυρες.

 

Κι όλα ήταν τότε ξεκάθαρα.

Λάμπαν τ΄αγάλματα στο πάρκο...

Τα περιστέρια δεν κουράζονταν ποτέ

και ρίχναν οι γριές γάλα και ψωμί

στο πιατάκι για τις γάτες.

Οι ουρανοί έκαναν κάτι σύννεφα μεγάλα

κι άνοιγαν κάθε τόσο μπαλκονόπορτες

πλάι στ΄ασπρόρουχα.

 

Και μεις, χτίζαμε γέφυρες. ...

Θυμάσαι;

 

Ήταν οι φίλοι - φίλοι μας.

Κι ήταν οι εχθροί - εχθροί.

Κι ήταν όλα στη θέση τους.

Σαν μυστικό, που όλοι τό΄ξεραν

κι όλοι στα ίσα το μοιράζονταν,

χωρίς όμως κανείς να το ξεστομίζει.

 

Κι ήμασταν εμείς.

Κι ήταν οι άλλοι.

Κι ήταν όλα εντάξει.

Γιατί τότε,

χτίζαμε γέφυρες.

 

Κάθε πρωί,

ξυπνούσαμε και τις χτίζαμε.

 

Κι ήσουνα τότε δικιά μου

Και σ΄αγαπούσα

Κι ήσουνα εχθρός

Και σ΄έκοβα.

 

Έφτανε τότε,

ν΄ανέβουμε στη στέγη ξημερώματα

και να κοιτάξουμε την πόλη.

Για να θυμηθώ ποιος είμαι...

Για να θυμηθείς που πας...

 

Υπήρχαν οι γέφυρες τότε.

Σου λέω ναι... Υπήρχαν.

Γιατί τις χτίζαμε.

Κάθε πρωί. Μόνοι μας.

 

Θυμάσαι;

 

Με μικρές πέτρες και κοχύλια

και μπίλιες και καπάκια από μπουκάλια.

 

Με μικρές ευχές και με πάθος

και μ΄αναμνήσεις κι όνειρα.

 

Κι έτσι περνούσαμε...

απ΄τη μια στέγη στην άλλη.

Κι από το πάρκο στο πεζοδρόμιο

ή στο απέναντι μπαλκόνι.

Από αγκαλιά σε αγκαλιά.

Απ΄τη μια μέρα στην άλλη.

 

Ήταν το μυστικό μας τότε.

Θυμάσαι;

Οι γέφυρες ήταν το μυστικό μας.

Κανείς δε μιλούσε γι΄αυτές.

Όμως όλοι το ξέραμε.

 

Γι΄αυτό ήταν τότε

πάντα καλοκαίρι.

Κι έτσι εμείς,

πηγαίναμε στη θάλασσα

κάθε πρωί,

κι εκεί,

στην άμμο,

χτίζαμε γέφυρες.

 

Θυμάσαι;...»