Γέφυρες 2

«...αγαπούσα κάποτε.

Ναι... πάει καιρός.

Όμως κάποτε αγαπούσα...

 

Προσπαθούσα τότε.

Κι άλλοτε τα κατάφερνα,

κι άλλοτε πάλι όχι.

Όμως προσπαθούσα...

 

Χτίζαμε γέφυρες τότε.

Όχι όλοι... Όμως κάποιοι από μας...

Εγώ...

Έχτιζα γέφυρες...

 

Κι άλλοτε τα κατάφερνα...

Περνούσα τότε απέναντι

κι από κει κοιτούσα,

το μέρος όπου - έτσι νόμιζα -

ποτέ ξανά δεν θα βρισκόμουν.

 

Κι άλλοτε πάλι, δεν προλάβαινα...

Και γκρεμιζόταν τότε η γέφυρα,

πριν να την διασχίσω.

 

Συνήθως,

έβλεπα κάποια ρωγμή,

ή κάποια πέτρα που έλειπε

απ΄τα στηρίγματά της...

Άκουγα κάποιο τρίξιμο,

ή, έτσι, από ένστικτο,

έφευγα μακριά της

και την κοιτούσα,

περιμένοντας να πέσει.

 

Κι ήταν ο θόρυβος της πτώσης,

πάντα για μένα κάτι θλιβερό.

 

 

Πιο θλιβερός ήταν όμως ο θόρυβος

ενός ονείρου που τσακίζεται

και θάβεται για πάντα

κάτω απ΄τα συντρίμμια της.

 

Κάποτε έχτιζα γέφυρες.

Κι αν κάποια γκρεμιζόταν,

«αυτά συμβαίνουν» έλεγα

«τυχαίνει...»

 

Κι άλλοτε πάλι,

αισθανόμουν προδομένος...

Απ΄τον εαυτό μου άλλες φορές,

κι άλλοτε πάλι

από σένα...

 

Ξυπνούσαν τότε απ΄τη νάρκη τους

τα πλάσματα της νύχτας.

Κι ουρλιάζοντας ξεχύνονταν

προς όλες τις κατευθύνσεις...

 

Πως αν προκαλούσαν

χίλιες-δυο καταστροφές,

θα διορθώνονταν η πρώτη...

Έτσι πιστεύαν οι δαίμονες...

 

Κι έτσι μας έπεισαν κι εμάς.

 

Θυμάσαι;...»