Γέφυρες 4

«...κάποτε αγαπούσα.

Κι αν αισθανόμουν προδομένος,

πολεμούσα σα σκυλί.

Και κάποτε κουράστηκα.

 

Μπούχτισα κάποτε τη σκόνη και το θόρυβο.

 

Μ΄έπνιξε κάποτε η κλαγκή των όπλων.

Μού΄ γιναν κάποτε αφόρητο βάρος οι πληγές.

Το ξεραμένο αίμα και τα βογκητά κι ο πόνος.

Ο πόνος ο δικός μου...Κι ο άλλος...

εκείνος του αντιπάλου...

 

Τι νά΄κανα;

Μέσα σ΄αυτόν τον παραλογισμό τι νά΄κανα;

Τι να σκεφτόμουν;

 

Δεν σε προδίδει ο ξένος, σκέφτηκα.

Δεν σε προδίδει ο εχθρός...

 

Μονάχα κάποιος που αγαπάς μπορεί να σε προδώσει.

Μονάχα δικός σου άνθρωπος.

Μονάχα κάποιος που τον πιστεύεις,

και πάνω του στηρίζεσαι...

 

Μονάχα κάποιος που αγαπάς...

 

Αν σταματήσεις να χτίζεις γέφυρες,

δεν κινδυνεύεις να γκρεμιστούν...

έτσι σκέφτηκα...

Τι νά 'κανα;...

Σταμάτησα ν΄αγαπάω...

 

Κάποτε έχτιζα γέφυρες.

 

Τώρα κάνω βόλτες τα πρωινά

κοιτάζοντας τα συντρίμμια τους...»