Γέφυρες 3

« Ήμουν μικρός, κι από ένα πέρασμα μυστικό, εκεί, στην αυλή, ανάμεσα σε δυο τοίχους, που μόνο εγώ χωρούσα να χωθώ... θυμάσαι;... Λοιπόν, από κει. Περνούσα, κι ύστερα σκαρφάλωνα. Κρεμιόμουν απ΄το τσιμέντινο γείσο - ήταν γερό, κι εγώ ελαφρύς - κρεμιόμουν λοιπόν, κι ανέβαινα στη στέγη.

 

Κοιτούσα από κει στο δρόμο τον κόσμο που περνούσε.

Κοιτούσα τον κόσμο.

Όμως ο κόσμος δεν μ΄έβλεπε.

Κοιτούσα...

Και χίλια καπέλα, με πρόσωπα

Ή δίχως πρόσωπα από κάτω τους

Περνούσαν απ΄το δρόμο.

Και καπαρτίνες.

Με μπαστούνια.

Ή σκέτες καπαρτίνες.

 

Κι ομπρέλες, τις μέρες που έριχνε βροχή.

Ή πάλι, καμιά φορά, χωρίς να βρέχει...

 

Καθόμουν κι έβλεπα τον κόσμο να περνά.

Και άλλος έτρεχε...

Κι άλλος απλώς βιαζόταν.

Μία γυναίκα σκόνταψε.

Δε βιαζόταν.

Το τακούνι της...

 

Περνούσε ο κόσμος από κάτω βιαστικός.

Λιγομίλητος.

Κι άλλοτε πάλι, με ταχύτητα μικρότερη περνούσε ο κόσμος.

 

Όταν δεν έβρεχε...

Μιλούσε τότε ο κόσμος.

 

Σαν βουητό φτάναν στ΄αυτιά μου τα λόγια του...

Ήμουν ψηλά.

Κι αυτοί τόσο πολλοί...

 

Δεν άκουγα τι λέγαν.

Όμως μπορούσα να φανταστώ.

Είχα όλο το χρόνο.

Ο κόσμος δεν μ΄έβλεπε...

 

Ώσπου μια μέρα -καιρό μετά- μια μέρα, λοιπόν, σκέφτηκα, πως είχε περάσει όλη μου η ζωή, κι εγώ ήμουν πάντα σκαρφαλωμένος σε μια στέγη...

 

Κάπου από κει...

Ανάμεσα στον κόσμο

Κάτω, απ΄ το δρόμο

Είχε περάσει κι η ζωή μου.

 

Δεν την είδα που περνούσε.

Μέσα σε τόσο κόσμο

Δεν την είδα...